Πουλίμ'έλα, έναν παραμύθ να λέγω σε.
Έτσι άρχιζε η γιαγιά μου τα παραμύθια της, που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν αληθινές ιστορίες!!!
Στρογγυλοκαθόμουν κι εγώ δίπλα στο τζάκι κι απολάμβανα τις ιστορίες της!
(κρίμα που δεν ξέρω να το γράψω και στα ποντιακά)
![]() |
Τη φωτογραφία αυτή μου την έστειλε η Άννα το 2012, όταν έκανα ανάρτηση με Ελληνικά ηλιοβασιλέματα |
Σε λίγο ο ήλιος θα έβαφε κόκκινο τον ορίζοντα!!
-Ήλιε μου , εσύ που τα βλέπεις όλα από ψηλά, φέξε να βρω τον σωστό δρόμο αυτή τη φορά!
Μάζεψε σιγά σιγά τα πράγματα του, πέρασε η ώρα!
Κάθε μέρα οι ίδιες κινήσεις , χρόνια τώρα, από τότε που αγόρασε αυτό το γαϊδουράκι και γύριζε από χωριό σε χωριό πουλώντας μικροπράγματα!
Φόρτωσε τον κυρ-Μέντιο με τα μπαούλα του και ξεκίνησε παίζοντας με τη φυσαρμόνικα του τον ίδιο γνώριμο σκοπό.
Πώς πέρασαν τόσα χρόνια;
Σαν να ήταν χθες ακόμη που όλη η οικογένεια του χόρευε και γελούσε με αυτόν τον σκοπό!
Σε ένα από τα ταξίδια του ο πατέρας του , είχε φέρει μια φυσαρμόνικα!!!!!!!!
Είχε μάθει κι έπαιζε ένα πολύ ωραίο τραγουδάκι ο πατερούλης του!!!
Η μανούλα του σιγοτραγουδούσε κι αυτός με τις μικρές αδερφές του χόρευαν.
Τι ευτυχισμένοι που ήταν όλοι, κάτω από τα φτερά της αγαπημένης οικογένειας!
Δεν κατάλαβε σε τί έφταιξαν κι έπαθαν τέτοιο κακό!
Πότε και γιατί έκαψαν τα σπίτια τους, πότε και γιατί πήραν τον πατέρα τους στα τάγματα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας, πότε και γιατί βρέθηκαν με ότι φορούσαν κι ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν στην προκυμαία;
Μπρος η μάνα , κρατώντας από το χέρι τις δυο μικρότερες αδερφές του και πίσω αυτός κρατώντας με το ένα χέρι τον μπόγο με τα λιγοστά τους πράγματα και με το άλλο τη φυσαρμόνικα που του έδωσε ο πατερούλης του λίγο πριν τον πάρουν από κοντά τους.
Χιλιάδες άτομα στριμωγμένα το ένα κοντά στο άλλο , περίμεναν πότε θα μπουν σε κάποιο καράβι για να σωθούν!
Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε στο νερό!
Πάει ο μπόγος, τον κατάπιαν τα κύματα, αλλά κρατάει γερά τη φυσαρμόνικα, δεν την αφήνει ούτε για να κολυμπήσει!
Παλεύει για να σωθεί , αλλά δεν την αφήνει από τα χέρια του, νομίζει ότι κρατάει το χέρι του πατερούλη του!
Ξαφνικά αισθάνεται κάποιον να τον πιάνει από τα ρούχα και να τον πετάει σαν βρεγμένο γατί μέσα στο καράβι!
Σηκώνεται , ψάχνει, πού είναι η μανούλα του, πού είναι οι αδερφές του;
Το καράβι γέμισε και ξεκίνησε κι αυτός μόνος σε μια γωνιά και βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο, παρακαλάει όταν κατέβει να τις ξαναβρεί!!!!
*****
Την έλεγαν σκιάχτρο, δεν είχε πια όνομα!!
Από τότε που πάντρεψε τα κορίτσια και τραβήχτηκε στην άκρη του χωριού σε μια παράγκα, έτσι τη φώναζαν!
Ντυμένη στα μαύρα , η ψηλόλιγνη φιγούρα της, φάνταζε από μακριά σαν σκιάχτρο!!
Έβγαινε κάθε απόγευμα, όταν ο ήλιος έβαφε κόκκινο τον ορίζοντα!!!!!
Θυμόταν άλλες εποχές, μακρινές , χαρούμενες, τότε που πήγαιναν όλοι μαζί με το καραβάκι στο εξοχικό τους, στο Κορδελιό!!
Γίνονταν ένα με αυτούς που δούλευαν στα χωράφια τους.
Τα παιδιά χάνονταν για ώρες στο δάσος για να μαζέψουν βατόμουρα να τους φτιάξει το αγαπημένο τους γλυκό!
Δεν τους εμπόδιζε η θρησκεία , ούτε η κοινωνική τους θέση , να είναι φίλοι όλοι μαζί!!!!
Η Μαρία , η Αισέ, ο Δημήτρης, ο Αχμέτ και τόσοι άλλοι!!!!!!!!!
Όλοι μαζί χόρευαν και τραγουδούσαν μόλις γύριζαν από τα χωράφια κι αγαπημένος της άνδρας έπαιζε με τη φυσαρμόνικα το γνώριμο σκοπό!!!!
Πότε έγινε το κακό,
Πότε έχασε τον άνδρα της, πότε έχασε το γιο της,ούτε που το κατάλαβε.
Μεγάλος ο καημός της!!!!!
Πού να είναι το τζιέρι της, το γιαβρί της, ζει, πέθανε;
Ας το μάθει πριν κλείσει τα μάτια της!!
Άραγε σώθηκε τότε που έπεσε στη θάλασσα μπροστά στα μάτια της ή τον κατάπιαν τα κύματα;
Ούτε που πρόλαβε να αντιδράσει, με μια σπρωξιά, βρέθηκε επάνω στο καράβι που μόλις είχε δέσει.
Ευτυχώς που κρατούσε πολύ σφιχτά τις δυο κόρες της και δεν τις έχασε κι αυτές.
Το καράβι γέμισε κι αυτή σε μια γωνιά, με τα κορίτσια κρυμμένα στην ποδιά της, παρακαλάει να τον βρει όταν όταν θα κατέβουν!!!!
Ήλιε μου , εσύ που τα βλέπεις όλα από ψηλά, φέξε να βρει τον δρόμο, αν ζει!!!!
****
Αχ , χάνει τα λογικά της, τί είναι αυτό που ακούει;
Ο ίδιος σκοπός , όπως τότε!!!!
Τρέχει, σκοντάφτει, πέφτει, σηκώνεται, θέλει να μάθει , ποιος είναι αυτός που παίζει με τη φυσαρμόνικα του, αυτόν τον σκοπό;
Αχ, χάνει τα λογικά του, τί είναι είναι αυτό που κατεβαίνει από ψηλά τυλιγμένο σε ένα σύννεφο σκόνης;
Ένα μαύρο σκιάχτρο!!!!
Θεέ και Κύριε!!!
Τζιγιέρι μου, γιαβρί μου!!!!!!
ένας σωρός από ρούχα, τέσσερα χέρια, δυο καρδιές, δάκρυα , γέλια, όλα μαζί έγιναν κουβάρι και σωριάστηκαν στο χώμα!!!!!
Ο ήλιος τους χάιδεψε με τις αχτίδες του, πριν πάει να πει στον πατερούλη τους, εκεί ψηλά στον ουρανό, ότι έφεξε καλά, βρήκαν τον δρόμο τους!!!!!!!
Το παραμύθι τελείωνε με το , ζήσανε αυτοί καλά κι όταν τη ρωτούσα γιατί δεν έλεγε κι εμείς καλύτερα, αναστέναζε και σκούπιζε τα μάτια της κρυφά!
Πόσο επίκαιρο είναι ακόμη αυτό το παραμύθι της γιαγιάς μου!!!
Ή μήπως ήταν αληθινή ιστορία;
Με το παραμύθι αυτό, συμμετέχω κι εγώ στο δρώμενο της Αριστέας.
Δείτε εδώ όλες τις συμμετοχές.
Μη τις χάσετε!!!!!!
Να είστε όλοι καλά!!!!!!!!